- χαλικολογώ
- -άω, Ν [χαλικολόγος]μαζεύω χαλίκια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλικολογώ — και χαλικολογάω χαλικολόγησα, μαζεύω χαλίκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)